αμπούκωτος

αμπούκωτος
-η, -ο
1. εκείνος που δε μπουκώθηκε, που δεν του 'βαλαν στο στόμα φαγητό: Στιγμή δεν άφηνε το γιο της αμπούκωτο.
2. αυτός που δε δωροδοκήθηκε: Για να γίνει η δουλειά του δεν άφησε κανέναν αμπούκωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμπούκωτος — η, ο [μπουκώνω] 1. αυτός που δεν μπουκώθηκε, δεν γέμισε το στόμα του με μπουκιές 2. αφάγωτος, αδωροδόκητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”